- φαιοχιτων
- φαιοχίτωνφαιο-χίτων-ωνος (ῐ) adj. одетый в темное платье
(Γοργόνες Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Γοργόνες Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαιοχίτων — ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ν αυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνα νεοελλ. (το αρσ. στον πληθ.) οι φαιοχίτωνες τα μέλη τού γερμανικού ναζιστικού κόμματος τού Χίτλερ, που ονομάστηκαν έτσι από το χρώμα τής στολής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός +… … Dictionary of Greek
φαιοχίτωνες — φαιοχίτων dark robed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek